αλπικός

αλπικός
-ή, -ό [Άλπεις]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Άλπεις, ή προέρχεται από εκεί
2. αυτός που αναφέρεται σε υψηλά όρη, ο ορεινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Άλπεις, αλλά και γενικότερα στα ψηλά βουνά: Η αλπική ζώνη βλάστησης αρχίζει από το ύψος περίπου των 1.000 μ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Άλπιος — Ἄλπιος, α, ον (AM) [Ἄλπις] 1. αυτός που αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός 2. «Ἄλπια ὄρη», οι Άλπεις …   Dictionary of Greek

  • Άλπις — Ἄλπις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οι Άλπεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Alpis «τόπος διά του οποίου γινόταν το πέρασμα τών Ιουλίων Αλπεων». ΠΑΡ. αρχ. μσν. Ἄλπιος νεοελλ. άλπειος, αλπικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλπαναβάτης, αλπειβάτης, αλπειοβακτηρία] …   Dictionary of Greek

  • άλπειος — α, ο [Άλπεις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός …   Dictionary of Greek

  • αλπινικός — ή, ό ο αλπικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλπιν (πρβλ. αλπινισμός, αλπιν ιστής) + παραγ. κατάλ. ικός) …   Dictionary of Greek

  • πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …   Dictionary of Greek

  • γεωσύγκλινο — Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”